ρισκάρω Verb (22) |
διακινδυνεύω Verb (1) |
ριψοκινδυνεύω Verb (0) |
διακυβεύω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Wenn ich also mein Leben aufs Spiel setzen soll, dann rück gefälligst das Geld heraus." | Οπότε αν πρόκειται να μου ζητήσεις να ρισκάρω τη ζωή μου, δώσε μου τα χρήματα μπροστά". Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
riskieren |
gefährden |
aufs Spiel setzen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Noch keine Informationen zur Grammatik vorhanden.
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ριψοκινδυνεύω | ριψοκινδυνεύουμε, ριψοκινδυνεύομε |
ριψοκινδυνεύεις | ριψοκινδυνεύετε | ||
ριψοκινδυνεύει | ριψοκινδυνεύουν(ε) | ||
Imper fekt | ριψοκινδύνευα | ριψοκινδυνεύαμε | |
ριψοκινδύνευες | ριψοκινδυνεύατε | ||
ριψοκινδύνευε | ριψοκινδύνευαν, ριψοκινδυνεύαν(ε) | ||
Aorist | ριψοκινδύνεψα, ριψοκινδύνευσα | ριψοκινδυνέψαμε, ριψοκινδυνεύσαμε | |
ριψοκινδύνεψες, ριψοκινδύνευσες | ριψοκινδυνέψατε, ριψοκινδυνεύσατε | ||
ριψοκινδύνεψε, ριψοκινδύνευσε | ριψοκινδύνεψαν, ριψοκινδυνεψαν(ε) ριψοκινδύνευσαν, ριψοκινδυνεύσαν(ε) | ||
Per fekt | |||
Plu per fekt | |||
Fut ur Verlaufs- form | θα ριψοκινδυνεύω | θα ριψοκινδυνεύουμε, | |
θα ριψοκινδυνεύεις | θα ριψοκινδυνεύετε | ||
θα ριψοκινδυνεύει | θα ριψοκινδυνεύουν(ε) | ||
Fut ur | θα ριψοκινδυνέψω, θα ριψοκινδυνεύσω | θα ριψοκινδυνέψουμε, θα ριψοκινδυνέψομε θα ριψοκινδυνεύσουμε, θα ριψοκινδυνεύσομε | |
θα ριψοκινδυνέψεις, θα ριψοκινδυνεύσεις | θα ριψοκινδυνέψετε, θα ριψοκινδυνεύσετε | ||
θα ριψοκινδυνέψει, θα ριψοκινδυνεύσει | θα ριψοκινδυνέψουν(ε), θα ριψοκινδυνεύσουν(ε) | ||
Fut ur II | |||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ριψοκινδυνεύω | να ριψοκινδυνεύουμε, |
να ριψοκινδυνεύεις | να ριψοκινδυνεύετε | ||
να ριψοκινδυνεύει | να ριψοκινδυνεύουν(ε) | ||
Aorist | να ριψοκινδυνέψω, να ριψοκινδυνεύσω | να ριψοκινδυνέψουμε, να ριψοκινδυνέψομε να ριψοκινδυνεύσουμε, να ριψοκινδυνεύσομε | |
να ριψοκινδυνέψεις, να ριψοκινδυνεύσεις | να ριψοκινδυνέψετε, να ριψοκινδυνεύσετε | ||
να ριψοκινδυνέψει, να ριψοκινδυνεύσει | να ριψοκινδυνέψουν(ε), να ριψοκινδυνεύσουν(ε) | ||
Perf | |||
Imper ativ | Pres | ριψοκινδύνευε | ριψοκινδυνεύετε |
Aorist | ριψοκινδύνεψε, ριψοκινδύνευσε | ριψοκινδυνέψτε, ριψοκινδυνέψετε ριψοκινδυνεύστε, ριψοκινδυνεύσετε | |
Part izip | Pres | ριψοκινδυνεύοντας | |
Perf | έχοντας ριψοκινδυνέψει, έχοντας ριψοκινδυνεύσει | ||
Infin | Aorist | ριψοκινδυνέψει, ριψοκινδυνεύσει |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.